- θαυμαστότερον
- θαυμαστόςwonderfuladverbial compθαυμαστόςwonderfulmasc acc comp sgθαυμαστόςwonderfulneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
дивьнѣи — (18) сравн. степ. к дивьныи: тѣло дв҃ци помазыва˫а маслъмь. ѡтроковиц˫а же кѹпьно помазана съдрава вс˫а бы(с). и распал˫ающаго ѡного ѡгн˫а измѣнис˫а. нима же пакость дѣющɤ имь. ѥи же ѹстраблѥнию дивьнѣише. (θαυμασιώτερον) ЖФСт XII, 145 об.; илико … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek